- γυμνασία
- γυμνασία, η (AM)άσκηση, εξάσκησηαρχ.1. δικαίωμα για χρησιμοποίηση τού γυμνασίου2. στρατιωτική άσκηση3. αγώνας4. μάθημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζομαι (πρβλ. εργασία < εργάζομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυμνασία — γυμνασίᾱ , γυμνασία right to use fem nom/voc/acc dual γυμνασίᾱ , γυμνασία right to use fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίᾳ — γυμνασίαι , γυμνασία right to use fem nom/voc pl γυμνασίᾱͅ , γυμνασία right to use fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσια — γυμνάσιον bodily exercises neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίας — γυμνασίᾱς , γυμνασία right to use fem acc pl γυμνασίᾱς , γυμνασία right to use fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίαι — γυμνασία right to use fem nom/voc pl γυμνασίᾱͅ , γυμνασία right to use fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίαν — γυμνασίᾱν , γυμνασία right to use fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιῶν — γυμνασία right to use fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίαις — γυμνασία right to use fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίη — γυμνασία right to use fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίην — γυμνασία right to use fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)